- φαράκλα
- ηβλ. φαλάκρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαράκλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται A της Λίμνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.). * * * η, Ν βλ. φαλάκρα … Dictionary of Greek
φαλάκρα — η, ΝΜΑ, και φαράκλα Ν η μερική ή ολική έλλειψη μαλλιών τής κεφαλής νεοελλ. συνεκδ. το γυμνό από τρίχες μέρος τού κρανίου μσν. αρχ. άδενδρη, γυμνή άκρη όρους αρχ. φρ. «Φαλάκρας ἐγκώμιον» τίτλος πραγματείας τού Συνεσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλακρά, θηλ … Dictionary of Greek
φαλάκρα — φαλάκρα, η και φαράκλα, η και καράφλα, η 1. έλλειψη τριχών από ολόκληρο το κεφάλι ή από μέρος του, φαλακρότητα, ατριχιά. 2. το τμήμα του κρανίου που έχει απομείνει γυμνό από τρίχες: Η φαλάκρα του γυαλίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)